Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λέξον με

См. также в других словарях:

  • λέξον — λέγω 1 lay aor imperat act 2nd sg λέγω 1 lay fut part act masc voc sg λέγω 1 lay fut part act neut nom/voc/acc sg λέγω 2 pick up fut part act masc voc sg λέγω 2 pick up fut part act neut nom/voc/acc sg λέγω 3 lay aor imperat act 2nd sg λέγω 3 lay …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… …   Dictionary of Greek

  • ἀνάλεξον — ἀνά ἀλέξω raáks̥ati aor imperat act 2nd sg ἀνά̱λεξον , ἀνά ἀλέξω raáks̥ati imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀνά̱λεξον , ἀνά ἀλέξω raáks̥ati imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνά ἀλέξω raáks̥ati imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀνά… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκ — και (πριν από φωνήεν) εξ και (σε σύνθεση) ξε (AM ἐκ, ἐξ) πρόθεση που συντάσσεται με γενική και ισοδυναμεί με την από + αιτιατική ο πλήρης τύπος τής πρόθεσης είναι εκ(ς), το ς μεταξύ δύο φωνηέντων αποβάλλεται σε σύνθεση και πριν από τα γράμματα β …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • λέχομαι — (Α) 1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ. β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • στρατηγία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατηγίη Α [στρατηγός] 1. το αξίωμα ή το έργο τού στρατηγού 2. η χρονική περίοδος κατά την οποία διατελεί κανείς στρατηγός, έχει την αρχηγία τού στρατού αρχ. 1. στρατηγική ικανότητα, στρατηγική δεινότητα («λέξον ἡμῑν πόθεν… …   Dictionary of Greek

  • χαλεπαίνω — Α [χαλεπός] 1. γίνομαι χαλεπός, δυσάρεστος, δύσκολος, βαρύς, αγριεύω (α «μέγα βρέμεται χαλεπαίνων... ἄνεμος», Ομ. Ιλ. β. «εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνει... χειμών», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) δυσφορώ, αγανακτώ, θυμώνω πολύ («Αἰσχύλε, λέξον, μηδ αὐθαδῶς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»